- σχολιάζοντας
- comentant
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… … Dictionary of Greek
ηθικολόγος — ο, η 1. αυτός που μιλά, που πραγματεύεται περί ηθικής, που διδάσκει τί πρέπει να κάνεις κανείς και τί όχι 2. αυτός που δογματίζει συστηματικά περί ηθικής, αυτός που συνηθίζει να σχολιάζει συστηματικά τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη… … Dictionary of Greek
Εκκλησιάζουσες — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που παραστάθηκε για πρώτη φορά στα Λήναια το 392 π.Χ. και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της Μέσης αττικής κωμωδίας. Γραμμένη σε μια εποχή που οι συνέπειες του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν καταφανείς και ο λαός… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μόραλης, Γιάννης — (Άρτα 1916 –). Ζωγράφος, σκηνογράφος και διακοσμητής. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1937 πήγε με υποτροφία της Ακαδημίας στη Ρώμη, όπου μελέτησε την τεχνική των ψηφιδωτών και των τοιχογραφιών και, αργότερα, ολοκλήρωσε τις σπουδές… … Dictionary of Greek
Ρωμηός — Έμμετρη σατιρική, εβδομαδιαία εφημερίδα, που ίδρυσε ο Γεώργιος Σουρής. Κυκλοφορούσε από το 1883 ως το 1919. Αρχικά ο Γ. Σουρής συνεργαζόταν στην σύνταξη της και με άλλους, αλλ’ αργότερα την έγραφε ολόκληρη μόνος του. Η εφημερίδα αυτή άσκησε… … Dictionary of Greek
Σπανούδη, Σοφία — Ελληνίδα μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και πιανίστα (Κωνσταντινούπολη 1879 Αθήνα 1952). Γόνος παλιάς φαναριώτικης οικογένειας (ο πατέρας της Σταύρος Ιωαννίδης ήταν αντιπρόσωπος των Πατριαρχείων στην Υψηλή Πύλη), μετά την αποφοίτηση της από τη… … Dictionary of Greek